αἰέλιοι
Look at other dictionaries:
αέλιοι — ἀέλιοι και αἰέλιοι, οι (AM) βαθμός συγγενείας μεταξύ ανδρών, τών οποίων οι σύζυγοι είναι αδελφές σύγγαμπροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *swe , που δηλώνει αυτοπάθεια, πρβλ. ελλ. ἕ (= ἑαυτόν, ήν, ό), με θεματ. επαύξηση l , *swe > *sweli > ἕλιοι,… … Dictionary of Greek